- επιθειάζω
- ἐπιθειάζω (Α)1. επικαλούμαι τους θεούς ως μάρτυρες («τοσαῦτα ἐπιθειάσας καθίστη ἐς πόλεμον τὸν στρατόν», Θουκ.)2. εξορκίζω («έπιθειαζόντων μή κατάγειν», Θουκ.)3. εμπνέω4. προφητεύω5. αποδίδω κάτι σε θεία έμπνευση («ἐπιθειάζουσι τὰς πράξεις», Πλούτ.)6. παρουσιάζω κάτι ως θέλημα θεού7. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με σεβασμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. επιθεάζω, παράλλ. τ. τού επιθειάζω].
Dictionary of Greek. 2013.